- πυρωνία
- ἡ, Α1. η αγορά σιταριού2. ως κύριο όν. ἡ Πυρωνίαπροσωνυμία τής Αρτέμιδος επειδή προήδρευε κατά την αγορά σιταριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο τ. *πυρώνης (< πυρός «σιτάρι» + -ώνης < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ-ώνης: καρπ-ωνία].
Dictionary of Greek. 2013.